προσαναπληρῶ

προσαναπληρῶ
προσαναπληρόω
fill up
pres subj act 1st sg
προσαναπληρόω
fill up
pres ind act 1st sg
προσαναπληρόω
fill up
pres subj act 1st sg
προσαναπληρόω
fill up
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσαναπληρώ — όω, ΜΑ 1. γεμίζω εντελώς κάτι 2. συμπληρώνω κάτι επιπροσθέτως («τὰ ἐλλείποντα προσαναπληροῡν», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. μέσ. προσαναπληροῡμαι, όομαι γεμίζω κάτι εντελώς προσθέτοντας κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπληρῶ «γεμίζω το κενό μέρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”